Last Updated on 15/11/2023 by LINGUAitaliana
Εκφράσεις με τη λέξη bocca (στόμα)
Χρησιμοποίησε την ιδιωματική έκφραση: | Αντί την: | Που σημαίνει: |
Tenere la bocca cucita/chiusa | rimanere in silenzio, tacere | Ράβω το στόμα μου/ παραμένω σιωπηλός |
Tenere la bocca cucita/chiusa | mantenere un segreto | Κρατάω το στόμα μου κλειστό/Κρατάω ένα μυστικό |
Essere sulla bocca di tutti | essere un fatto o una storia conosciuta da tutti , essere oggetto dei discorsi o delle chiacchiere della gente | Είναι στο στόμα όλων/είναι ένα γεγονός γνωστό σε όλους |
Non aprire bocca | rimanere in silenzio, stare zitto, tacere | Δεν ανοίγω στόμα/παραμένω σιωπηλός |
Aprire la bocca | parlare | Μιλάω |
Restare a bocca asciutta | rimaner deluso/senza aver mangiato | Απογοητεύομαι/μένω νηστικός |
Restare a bocca aperta | rimaner immobile per stupore o ammirazione | Μένω άναυδος από έκπληξη ή θαυμασμό |
Levarsi/ togliersi il pane (o il boccone) di bocca | far sacrifici per qcn, sacrificarsi | Θυσιάζομαι για κάποιον |
Storcere la bocca | per dimostrare che qcs. non è gradito | Εκφράζω δυσαρέσκεια για κάτι |
Lasciare qcn. a bocca dolce | lasciar qcn soddisfatto | Ικανοποιώ κάποιον |
Essere di bocca buona | di chi mangia di tutto (fig., di chi si accontenta facilmente). | Για κάποιον που τρώει τα πάντα (μτφ., για κάποιον που ευχαριστιέται εύκολα) |
A mezza bocca | con incertezza, di malavoglia, senza piacere | Με το ζόρι, χωρίς να θέλω |
Chiudere la bocca a qcn. | farlo tacere/togliere la vita, ammazzare, assassinare | Κλείνω το στόμα σε κάποιον, δεν τον αφήνω να μιλήσει/σκοτώνω |
Passar di bocca in bocca | di notizia che circola/trasmettersi | Για κάποια είδηση που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα |
Lasciarsi sfuggire qcs. di bocca | dire cosa che non si dovrebbe | Λέω πράγματα που δεν θα έπρεπε, μου ξεφεύγει από το στόμα κάτι |
Metter bocca in/su qcs | intromettersi senza esserne richiesti | Ανακατεύομαι σε κάτι χωρίς να μου ζητηθεί |
Levare/togliere la parola di bocca (a qualcuno) | prevenire/anticipare qcn. in ciò che sta per dire | Προλαβαίνω κάτι που πάει να πει κάποιος («απ’ το στόμα μου το πήρες») |
Acqua in bocca! | invito al silenzio e alla complicità | Τσιμουδιά! Δεν είναι απλά Σιωπή!: Zitto! (Υπονοεί γκάφα ή ενοχή) |
Una famiglia con sei bocche | persona | Μια οικογένεια με έξι στόματα (μέλη) |
Bocca da sfamare | persona a carico | Στόμα να θρέψω (άτομο) |
La bocca di un vaso | parte aperta di un oggetto, apertura | Άνοιγμα, το ανοιχτό μέρος ενός αντικείμενου |
La bocca del Po | punto in cui un fiume si immette nel mare, sbocco, delta | Το δέλτα, η εκβολή ενός ποταμού |
…και μια παροιμία | ||
A caval donato non si guarda in bocca | Non si devono fare apprezzamenti sui doni | Δεν πρέπει να αξιολογούνται δώρα όποια κι αν είναι η αξία τους/ Κάποιου του χάριζαν ένα γάιδαρο και τον κοίταζε στο στόμα |
Η καταλληλότητα και ο πλούτος του λεξιλόγιου καθώς και η χρήση ιδιωματισμών αυξάνει την βαθμολογία στις εξετάσεις πιστοποίησης γνώσης της ιταλικής γλώσσας!
Potremmo aggiungere anche la frase “in bocca al lupo “?
Certo, come no. Il suo significato sarebbe “Buona fortuna” e la frase con cui si risponde “Crepi il lupo”