Last Updated on 21/06/2024 by LINGUAitaliana
feria
Περίοδος ξεκούρασης, διακοπών, είτε είναι αργία, είτε όχι. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στον πληθυντικό (ferie)
Combinazioni lessicali
ferie estive | καλοκαιρινές διακοπές |
ferie invernali | χειμωνιάτικες διακοπές |
ferie natalizie | διακοπές Χριστουγέννων |
ferie pasquali | Πασχαλινές διακοπές |
ferie del Parlamento | διακοπές της Βουλής |
(numero) + giorni di ferie | (αριθμός) + ημέρες διακοπών/άδειας |
avere le ferie | είμαι σε άδεια και δεν δουλεύω, ή δουλεύω και αποζημιώνομαι για την άδεια που δεν πήρα |
andare in ferie | ξεκινάω άδεια |
passare le ferie in montagnia/al mare/in città | περνώ τις διακοπές μου στο βουνό/στη θάλασσα/ στην πόλη |
ferie giudiziarie | περίοδος από την 1η Αυγούστου ως τις 15 Σεπτέμβρη κατά την οποία γίνονται δίκες που σχετίζονται με κρατούμενους κατηγορούμενους ή αδικήματα που μπορούν να παραγραφούν |
feria seconda, terza, quarta… | όνομα που δίνεται (εκκλησιαστική χρήση) στις ημέρες από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή με σκοπό να αποφεύγεται το να ονοματίζονται με παγανιστικές θεότητες (v. lunedì, martedì ecc. |
vacanza
Αργία, διακοπές, ανάπαυλα από τις συνηθισμένες δραστηριότητές μας
Combinazioni lessicali
una vacanza di tre giorni | τριήμερη αργία |
mezza vacanza | ημιαργία |
dare vacanza ai propri dipendenti | δίνω άδεια στους υπαλλήλους |
vacanze pasquali o di Pasqua | Πασχαλινές διακοπές |
vacanze natalizie o di Natale | διακοπές Χριστουγέννων |
vacanze estive |
καλοκαιρινές διακοπές |
vacanze | χωρίς προσδιορισμό εννοούνται συνήθως οι καλοκαιρινές διακοπές |
durante le vacanze | κατά την διάρκεια των διακοπών |
passare/trascorrere le vacanze al mare | περνώ τις διακοπές μου στη θάλασσα |
vacanze intelligenti | έκφραση που εισάχθηκε το 1978 με το φιλμ “Dove vai in vacanza?” και σημαίνει διακοπές στις οποίες η ξεκούραση συνδυάζεται με ψυχαγωγία και μορφωτικές δραστηριότητες |
qualche giorno di vacanza | μερικές ημέρες διακοπές |
una breve vacanza | σύντομες διακοπές |
andare in vacanza | πάω διακοπές |
essere in vacanza | είμαι διακοπές |
fare vacanza | κάνω κοπάνα (για σχολείο ή γραφείο) |
avere il cervello in vacanza | σταματάω να σκέφτομαι |
Πολύ ωραίο άρθρο!
…come le vacanze stesse! Grazie.