Last Updated on 27/02/2023 by LINGUAitaliana
Ο Stefano Benni , γεννημένος στη Bologna στις 12 Αυγούστου 1947, είναι ένας σύγχρονος ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος που συνεργάστηκε με τα εβδομαδιαία περιοδικά L’ Espresso και Panorama, τις εφημερίδες La Repubblica και Il Manifesto και με τη μηνιαία έκδοση Il Mago όπου πρωτοεμφανίστηκε και δημοσίευσε μέρος των διηγημάτων του Bar Sport.
Το Bar Sport είναι το πρώτο βιβλίο του που εκδόθηκε από τον Arnoldo Mondatori Editore το 1976. Θεωρείται ένα από τα κλασικά της ιταλικής χιουμοριστικής διηγηματογραφίας.
Το 1997 κυκλοφόρησε το φιλμ Bar Sport βασισμένο στο βιβλίο του σε σκηνοθεσία του Massimo Martelli.
Ακολουθεί, σε δική μου μετάφραση του 2007, το διήγημά του Αγώνας εκτός έδρας από το βιβλίο του Bar Sport και το trailer της ταινίας.
STEFANO BENNI
BAR SPORT
Universale Economica Feltrinelli 2006
Αγώνας εκτός έδρας
Θυμάμαι ακόμα την ημέρα του εκτός έδρας παιγνιδιού. Στη Φλωρεντία διεξαγόταν ο αγώνας Φλωρεντία-Μπολώνια, και αποφασίσαμε να νοικιάσουμε ένα πούλμαν. Έτσι το πρωί βάλαμε όλοι το ξυπνητήρι στις πέντε και μισή για να ξυπνήσουμε εγκαίρως.
Έφτασα πρώτος στις οκτώ και βρήκα τον οδηγό να κοιμάται γερμένος πάνω στο τιμόνι. Δέκα λεπτά αργότερα έφτασε ο τοπογράφος Μπούτσι με ένα θερμός γεμάτο λουκουμάδες βουτύρου, η σύζυγος του και ένα παιδί, που είχε έρθει ωστόσο με την βέσπα του, μόνο για να τους συνοδέψει. Ο Μπούτσι έβγαλε ένα πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, και άρχισε να μελετάει την διαδρομή. Ανησυχούσε πολύ γιατί ή σύζυγός του είχε μεγάλη φοβία με τα τούνελ, και φοβόταν ότι θα πεταγόταν έξω στο τούνελ των Απεννίνων . Εγώ δεν τον άκουγα γιατί διασκέδαζα με το να κοιτάζω τα χειριστήρια του πούλμαν. Υπήρχαν άπειρα, σαν να ήταν επιβατικό αεροσκάφος, και κατάφερα σχεδόν αμέσως να χτυπήσω τους δύο υαλοκαθαριστήρες που έσπασαν σε κομμάτια. Έφτασε ο Γκοντόνι με μια γούνα μακριά μέχρι τα πόδια με μεγάλα μπλε και κόκκινα κουμπιά. Μαζί του ήταν τρεις κοπέλες και δύο αγόρια. Τα αγόρια ήταν πλήρως καλυμμένα με κυανέρυθρες σάρπες που δεν τους επέτρεπαν να κινηθούν, και κατρακυλούσαν όπως οι ήρωες των γουέστερν όταν προσπαθούν να λυθούν. Από τις κοπελίτσες, μια ήταν ντυμένη σαν ταυρομάχος, μια σαν καπνοδοχοκαθαριστής και μια σαν Κολομπίνα, με ένα ριχτό φόρεμα με δαντέλα, και βαμμένη έτσι ώστε ένα αυτοκίνητο με νυχτόβιους από το Ρήγιο σταμάτησε και άρχισε να ρωτάει: «Πόσο πάει κούκλα;».
Στις εννιά και μισή έφτασε η μπάντα Φορνάρα φέρνοντας δυο νταμιτζάνες κρασί σε ένα ράφι με ροδάκια. Στις έντεκα έφτασε ο Φερράρι με δυο πυγμάχους της Sempre Avanti! που περπατούσαν δίπλα του σαν σωματοφύλακες και οι οποίοι για να συστηθούν, αντί να δώσουν το χέρι, χτυπιόντουσαν με αριστερό jab . Είπε ότι τους είχε φέρει γιατί θα ήθελε προστασία σε περίπτωση συμπλοκών. Οι δυο τους κάθισαν σε δυο κοντινές πολυθρόνες και άρχισαν να ξυλοκοπούνται άγρια.
Έφτασε Ο Ραπέτσι με αθλητική φανελίτσα, κοντά παντελονάκια, πορτοκαλί κάλτσες, και τρυπητά παπούτσια, και άρχισε να παίζει φυσαρμόνικα. Έφτασε ο Γκουμπιόλι με μια κότα βαμμένη κόκκινη και μπλε που έβγαζε κραυγές αγωνίας. Έφτασε ο Νάλντι που πίστευε ότι πήγαινε στο Abetone , και ήταν ντυμένος για σκι με δυο πολύ μοντέρνες μπότες με το τελευταίο λουράκι να δένει κάτω από τον λαιμό σαν παπιγιόν και περπατούσε σκυμμένος μπροστά γιατί είχε στο καπέλο ένα πομπόν από χυτοσίδηρο για να του κρατάει το βάρος του προς τα μπροστά όπως περπατούσε. Είχε δυο νοικιασμένα σκι, μήκους τριών μέτρων και τριάντα εκατοστών, με δυο μηχανισμούς ασφαλείας τόσο τέλειους που μόλις έβλεπαν έναν ύποπτο τύπο ξαγκιστρώνονταν και πήγαιναν να τον δαγκώσουν στο πόδι. Ενώ ο Καβάτσα τα συναρμολογούσε στην στέγη, ο Νάλντι έπρεπε να τα κρατάει σταθερά γιατί γρύλιζαν σαν μαντρόσκυλα.
Στις δέκα ξυπνήσαμε τον οδηγό για να φύγουμε: αυτός άνοιξε τα μάτια και είπε ότι δεν είναι ο οδηγός, αλλά ένας τσιγγάνος που είχε ανέβει στο άδειο πούλμαν γιατί δεν ήξερε που να κοιμηθεί. Ο αληθινός οδηγός είχε πάει μια στιγμή να πιει κάτι. Πράγματι εκείνη τι στιγμή τον είδαμε να βγαίνει με τα τέσσερα από το μπαρ. Σκούπισε με τα χέρι του το στόμα και μετά είπε: «Είμαστε έτοιμοι,» και προσπάθησε ν’ ανέβει στο πούλμαν αλλά έχασε την ισορροπία του και εξαφανίστηκε στο διαφορικό. Εν τω μεταξύ ο τσιγγάνος είχε φύγει, και ο Γκοντόνι άρχισε να λέει ότι δεν ήταν ένας τσιγγάνος, αλλά ο αληθινός οδηγός, και ότι αυτός που έλεγε ότι είναι ο αληθινός οδηγός ήταν ένας τσιγγάνος, και γενικά υπήρχε κάτι το ασαφές, και δεν πείστηκε ούτε όταν του εξηγήσαμε ότι ο αληθινός τσιγγάνος ήταν αυτός που είχε φύγει, διότι εκτός των άλλων του είχε κλέψει τα παπούτσια, και ο Γκοντόνι για να μη παραδεχτεί ότι έχουμε δίκιο έλεγε ότι είχε έρθει χωρίς. Εν τω μεταξύ ο αληθινός οδηγός κατάφερε να βγει από το κάτω μέρος του πούλμαν και είπε ότι χρειαζόταν να πιει κάτι δυνατό γιατί είχε καταφοβηθεί. Εμείς πιάσαμε τις τρεις πολυθρόνες κοντά στην σύζυγο του Μπούτσι, που ήταν μια φυσική ξανθιά με δυο στήθη σαν γαλοπούλες, και αφήσαμε το υπόλοιπο του πούλμαν σχεδόν έρημο, μια που τα παιδιά άρχισαν να παίζουν μπάλα επτά εναντίον επτά.
Το μεσημέρι εν τέλει ο οδηγός έφυγε, τράβηξε μια πρώτη μέχρι τα ενενήντα και μετά πλακώθηκε ξαφνικά στα φρένα. Κόντεψα να σπάσω την μύτη μου στο μπροστινό κάθισμα στη θέα του Cervino, του Μπούτσι του μαύρισε το ένα μάτι χτυπώντας στην λίμνη της Μισουρίνα ενώ έδυε ο ήλιος και του Ραπέτσι του σπάσανε δυο δόντια στην ιστορική πλατεία της Ασίζης. Ο δρόμος ήταν κλειστός από την μπάντα Lanzarini, χασάπηδες, με μια σημαία δεκατέσσερα μέτρα, κουδούνες αγελάδων, ταμπουράδες, μαράκες, μπιτόνια για βενζίνη, πιάτα κρουστών και αγκαθωτά ζαμπόν. Ανέβηκαν πενήντα οκτώ, στ’ αλήθεια όλοι άφωνοι: ένας χτύπησε το γκονγ και οι δυο της Sempre Avanti! τον έσφαξαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Μετρήσαμε τα παιδιά, που μετακινούνταν όμως με τέτοια ταχύτητα ώστε η εκτίμηση ήταν μόνο κατά προσέγγιση. Ο Φερράρι μέτρησε εκατόν πενήντα έξι χωρισμένα σε δύο ομάδες. Ευτυχώς ο Γκουμπιόλι είχε την ιδέα να σφυρίξει ένα λεπτό σιγής για την τραγωδία της Superga και ακίνητους μετρήσαμε είκοσι έναν. Ήταν ένας παραπάνω: ανακαλύψαμε ότι είχαμε μετρήσει και τον Σκιάσι, που ήταν ένας πολύ μικρός υδραυλικός ο οποίος είχε ήδη πέσει πολλές φορές στις αποχετεύσεις επιδιορθώνοντας τους νεροχύτες. Ο Σκιάσι προσεβλήθη τα μέγιστα, και εμείς του ζητήσαμε συγνώμη, λέγοντας ότι δεν ήταν τελικά και πολύ κοντός, ότι ήταν εντάξει, και να καθίσει κάτω. Τον είχαμε ήδη ηρεμήσει όταν ο Τιρέλι είχε την κακή ιδέα να τον ρωτήσει αν είχε ειδοποιήσει την Χιονάτη, που δεν είχε καμία σχέση, να φάει, και ο Σκιάσι του την έπεσε με ένα αγγλικό κλειδί προσπαθώντας να τον χτυπήσει.
Τελικά φύγαμε. Ο οδηγός οδηγούσε με απόλυτη επιδεξιότητα και άνεση, αν και στα διόδια του αυτοκινητοδρόμου έπεσε από το παράθυρο για να πάρει την απόδειξη. Στο πρώτο τούνελ προσπαθήσαμε αμέσως να γδύσουμε την γυναίκα του Μπούτσι, η οποία ενοχλημένη πρόσφερε σε όλους τσίχλες και ρωτούσε: «Που πήγε ο άντρας μου;» Ο Μπούτσι ήταν στην σχάρα του πούλμαν επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τον θόρυβο των σκι που βροντούσαν, και προσπαθούσε να τα δέσει με την ζώνη. Στον αυτοκινητόδρομο υπήρχε ένας φανταστικός ήλιος: ο δικηγόρος Ντέλλα Λάνα, γνωστός γκαντέμης, είπε «Τι όμορφη μέρα» και όλοι μας κοιταχτήκαμε με νόημα. Πράγματι εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια βροντή και ένα τεράστιο σύννεφο κάλυψε τον ουρανό. Άρχισε να βρέχει.
Ο οδηγός σηκώθηκε από την θέση του και ήρθε να κάτσει κοντά μας, λέγοντας ότι δεν λειτουργούσαν οι υαλοκαθαριστήρες, και ότι δεν έβλεπε τίποτα. Ο Ραπέτσι ρώτησε αν ήξερε κανείς να τραγουδάει την Montanara και όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν σαν λύκοι. Ένα παιδί των Γκοντόνι έριξε μια μπαλιά στη μούρη ενός παιδιού των Τσεκόνι εκτός παιχνιδιού, και ο Φερράρι το έριξε έξω από το παράθυρο σε ένα γκρεμό κοντά στο Roncobilaccio . Εν τω μεταξύ ο πατέρας Γκοντόνι συνέχιζε να διαβεβαιώνει ότι ο οδηγός ήταν ένας τσιγγάνος, ότι ο αληθινός οδηγός ήταν ο ψευτοτσιγγάνος που του είχε κλέψει τα παπούτσια, και συνέχιζε να τον ρωτάει από ποια φυλή είναι. Ο Φερράρι σερνόταν ανάμεσα στα καθίσματα προσπαθώντας ν’ αρπάξει την κότα-μασκότ. Εμείς είχαμε ξεντύσει εντελώς την κυρία Μπούτσι που έπαιζε το παιχνίδι με πολύ πνευματώδη τρόπο και συνέχιζε να ρωτάει που ήταν ο άντρας της. Ο Μπούτσι ήταν πάντα πάνω στον ουρανό του πούλμαν, δαρμένος από την βροχή, και προσπαθούσε να δώσει ένα δηλητηριασμένο κεφτέ στους μηχανισμούς ασφαλείας. Εγώ κατάφερα να κάνω μια τρύπα στην φυσαρμόνικα του Ραπέτσι, απ’ όπου βγήκαν δέκα κούτες τσιγάρα. Εκείνη τη στιγμή ο οδηγός έβγαλε έξω ένα βιολί και άρχισε να παίζει μια τσιγγάνικη άρια. Ο Γκοντόνι πήδηξε στον αέρα φωνάζοντας: «Είδατε;» αλλά ο οδηγός εξήγησε ότι δεν ήταν τσιγγάνος, κι ότι είχε μάθει να παίζει για να αντιμετωπίσει την μονοτονία των μακρινών ταξιδιών. Ο Γκοντόνι δεν φάνηκε να πείθεται, όπως και μερικοί από εμάς.
Ο δικηγόρος Ντέλλα Λάνα είπε: Άντε, πάμε, είναι πολύ ωραία! και αμέσως έσκασαν και τα τέσσερα λάστιχα και η ρεζέρβα έσκασε σαν μια βόμβα. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια στάση στο Autogrill . Αμέσως χωριστήκαμε σε διάφορες κατευθύνσεις. Ο Τσεκόνι πήγε να γράψει Forza Bologna σε όλα τα αυτοκίνητα του πάρκινγκ. Ο Ραπέτσι έφυγε προς τα αποχωρητήρια για να σπάσει όλες τις αλυσίδες και ο Γκάλι άρχισε να πηγαίνει μπρος πίσω στην πόρτα που άνοιγε με φωτοκύτταρο μέχρι που αυτή παλάβωσε και τον έκοψε στην μέση. Εμείς μπήκαμε όλοι για να πιούμε κάτι, εκτός του Φερράρι που γλίστρησε στην κουζίνα για να ψήσει την κότα. Παραγγείλαμε έξι καφέδες, μα μόλις ακούστηκε το ντλιν της απόδειξης οι δύο της Sempre Avanti! ξάπλωσαν κάτω την ταμία με μια σειρά γροθιές στο κορμί της. Εν τω μεταξύ τα παιδιά είχαν ορμήξει στο λαβύρινθο του σούπερ μάρκετ και σημείωναν με ένα μαύρο σταυρό όλα αυτά που ήθελαν να αγοράσουν.
Σχεδόν κανένας δεν κατάφερε να πιει, γιατί μεταξύ άλλων, η πωλήτρια το είχε σκάσει μπουσουλώντας ανάμεσα στα πόδια μας, και στο ταμείο είχε καταλήξει ένας γερμανός. Η κυρία Μπούτσι, καλυμμένη όπως όπως με χαρτιά Kleenex, κατάφερε να μαζέψει σχεδόν όλα τα παιδιά, και να αδειάσει τις τσέπες τους από το ζαμπόν. Ο Ραπέτσι βγήκε με μια μητρόπολη του Μιλάνου φτιαγμένη από κοχύλια και ψηλή σχεδόν δυο μέτρα, την οποία είχε κερδίσει ανταλλάσσοντας ένα κουπόνι από ένα ποτό. Ξανανεβήκαμε στο πούλμαν, όπου οι δύο της Sempre Avanti! κρατούσαν ακίνητο τον οδηγό ενώ ο Γκοντόνι τον χαστούκιζε λέγοντας του να ομολογήσει και να του πει την μοίρα του. Όταν είχαμε ήδη καθίσει όλοι μας, έφτασε τρέχοντας ο Γκάλι: μετά το κόψιμο της πόρτας ξαναενώθηκε ακόμα καλύτερα δένοντας ένα στενό φουλάρι στο λαιμό του, αλλά κάθε τόσο του άνοιγαν τα πόδια και κατέληγε κάτω σε θέση σπακάτ.
Τελικά φύγαμε, και φτάσαμε στα διόδια: δυστυχώς είχαμε πάρει λάθος δρόμο και ήμαστε λίγα χιλιόμετρα έξω από το San Bernardo, γι αυτό αναγκαστήκαμε να ακούσουμε τον αγώνα στο ραδιόφωνο. Ο οδηγός το έσκασε και απήγαγε τον Γκοντόνι, παίρνοντας τον στην εφοδιοπομπή του. Η γυναίκα του Μπούτσι εξαφανίστηκε με έναν από τους δύο πυγμάχους και ο Γκάλι πήγε ο μισός να βρει τους συγγενείς του στο Tarvisio και ο μισός χωρίς προορισμό. Επιστρέψαμε στο σπίτι, και ακριβώς πριν την είσοδο της Μπολώνια ο Μπούτσι κατάφερε να δέσει τα σκι, αλλά πήγε και έσκασε πάνω σε ένα διαφημιστικό αεροπανό μιας εμπορικής έκθεσης.
Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Η Μπολώνια έχασε έξι μηδέν αφού για το μεγαλύτερο διάστημα είχε το πλεονέκτημα στον αγώνα.